Με τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές να πλησιάζουν, το ενδιαφέρον των ανθρώπων της ασφαλιστικής αγοράς εστιάζεται κυρίως στο μίγμα της πολιτικής που αναμένεται να ακολουθήσει το επόμενο κυβερνητικό σχήμα -οποιοδήποτε και αν είναι αυτό- τόσο στο γενικότερο οικονομικό πεδίο, όσο ειδικότερα και για τον ίδιο τον κλάδο.
του Στέφανου Κοτζαμάνη
Όλοι συμφωνούν πως βασική προτεραιότητα της νέας κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας, μέσα από την προσέλκυση νέων επενδύσεων, από μειώσεις άδικων φορολογιών και από τη λήψη μέτρων για την τόνωση της επιχειρηματικότητας.
Το ευχάριστο είναι πως η χώρα βρίσκεται σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία. Έχοντας ήδη «βγει από τα μνημόνια» από το 2018 και από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας το 2022, η χώρα προσδοκά φέτος να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση του δημόσιου χρέους της.
Στην πράξη τώρα, η Ελλάδα δανείζεται ήδη με όρους Ιταλίας και Ισπανίας, ενώ επιτυγχάνει από το 2021 έως και σήμερα ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ειδικότερα για φέτος, ο Προϋπολογισμός προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης +1,8%, με την UBS ωστόσο να αναφέρεται πρόσφατα σε μια επίδοση της τάξεως του +3%, εξαιτίας και των χαμηλότερων τιμών φυσικού αερίου σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις.
Επίσης, τα συνολικά κεφάλαια που προσέλκυσαν οι ελληνικές επιχειρήσεις το 2022 (βλ. σχετική μελέτη της PwC) κυμάνθηκαν γύρω στα 12 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 10,4 δισ. ευρώ αφορούν 94 περιπτώσεις εξαγορών και συγχωνεύσεων. Η επίδοση αυτή αποτελεί ρεκόρ και ένδειξη του κλίματος επενδυτικής εμπιστοσύνης στη χώρα.
Τέλος, σε δημοσιονομικό επίπεδο, το 2022 φαίνεται να έκλεισε πολύ καλύτερα από τον αντίστοιχο στόχο, με την εμφάνιση αρκετά μειωμένου πρωτογενούς ελλείμματος
Πώς μεταφράζονται όλα αυτά;
Στο ότι η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις νέες (μονές ή πιθανότατα διπλές) βουλευτικές εκλογές -σε περίπτωση που δεν συμβεί κάποιο απρόβλεπτο γεγονός μεγάλης σημασίας- δεν θα έχει πλέον τη δικαιολογία να αναβάλει για μια ακόμη φορά τη λήψη φορολογικών κινήτρων για την τόνωση της ασφαλιστικής βιομηχανίας, τα οποία θα έχουν άμεση αντανάκλαση στην κοινωνία και την οικονομία της χώρας.
Σε επίπεδο πολιτικών κομμάτων, το ΠΑΣΟΚ έχει υποστηρίξει τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων σε συμβόλαια, όπως τα συνταξιοδοτικά, τα υγείας και αυτά της κάλυψης έναντι φυσικών καταστροφών. Το ίδιο είχε κάνει και η Νέα Δημοκρατία, η οποία μεταφέρει τώρα τις υποσχέσεις της για την επόμενη κυβερνητική της θητεία (σε περίπτωση που εκλεγεί), αποδίδοντας την καθυστέρηση στις έκτακτες συνθήκες που μεσολάβησαν (ανάγκη στήριξης των πολιτών λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης). Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αναφερθεί μέχρι σήμερα στην ανάγκη λήψης φορολογικών κινήτρων για τον κλάδο.
Οι προσδοκίες του κλάδου
Το τελευταίο χρονικό διάστημα ακούγονται προθέσεις για τη λήψη φορολογικών κινήτρων στις ασφαλίσεις κατοικίας, προκειμένου να προστατευθούν οι πολίτες από φαινόμενα φυσικών καταστροφών, αλλά και άλλων ζημιών. Το μέτρο αυτό είχε «παίξει» και κατά το παρελθόν από την πλευρά της κυβέρνησης, χωρίς ωστόσο να υπάρξει συνέχεια, ενώ σήμερα καθίσταται και πάλι επίκαιρο μετά τον καταστροφικό σεισμό που έπληξε τη γειτονική Τουρκία.
Σύμφωνα τώρα με παράγοντες του κλάδου, το επόμενο κυβερνητικό σχήμα είναι πολύ πιθανόν να προχωρήσει σε φορολογικά κίνητρα στα συμβόλαια υγείας, σύνταξης και κατοικίας, κάτι που θα λειτουργήσει «στο τέλος της ημέρας» υπέρ της κοινωνίας και ιδιαίτερα των οικονομικά ασθενέστερων συμπολιτών μας.
Το μεγάλο ζητούμενο, ωστόσο, είναι το να θεωρήσει η ελληνική Πολιτεία τον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης ως έναν κοινωνικό εταίρο, με τον οποίο θα συνεργαστεί μέσω Συμπράξεων (ΣΔΙΤ) σε μια σειρά από καίρια ζητήματα, όπως για παράδειγμα το συνταξιοδοτικό, η υγεία και οι φυσικές καταστροφές. Υπουργοί της σημερινής κυβέρνησης (π.χ. ο Χρήστος Στυλιανίδης στον τομέα Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας) έχουν ταχθεί ανοιχτά υπέρ μιας τέτοιας σύμπραξης στον τομέα τους, ωστόσο αυτό θα πρέπει να επιβεβαιωθεί και στην πράξη, καθώς για παράδειγμα τα αντίστοιχα σχέδια στον κλάδο της υγείας (διαχείριση κλινών κρατικών νοσοκομείων από ασφαλιστικές εταιρείες) χρονίζουν από τη δεκαετία του 1990!