Πολλά και σημαντικά οφέλη θα αποκομίσουν οι εγχώριες ασφαλιστικές εταιρείες σε περίπτωση που η Ελλάδα επιστρέψει σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας από τους διεθνείς Οίκους αξιολόγησης και αυτό πιθανολογείται να γίνει ακόμη και μέσα στο πρώτο μισό του 2023.
----- του Στέφανου Κοτζαμάνη
Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη έκθεση της Goldman Sachs, η οποία -μεταξύ άλλων- αναφέρεται στο θετικό μακροοικονομικό πλαίσιο της Ελλάδας, στην ενίσχυση της οικονομίας της μέσω των Κοινοτικών κονδυλίων, στη φθίνουσα πορεία του δείκτη δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ στο 150% έως το 2025, καθώς και ότι σ’ αυτό το πλαίσιο αυξάνεται η πιθανότητα να ανακτήσει η χώρα την επενδυτική βαθμίδα μέσα στο 2023.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η δήλωση του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, ότι «η Ελλάδα είναι κοντά στην επίτευξη του στόχου της εξασφάλισης της επενδυτικής βαθμίδας», με την κυβέρνηση να έχει κάθε λόγο κάτι τέτοιο να γίνει πριν τη διεξαγωγή των επικείμενων διπλών βουλευτικών εκλογικών αναμετρήσεων.
Πάντως, η λήψη της επενδυτικής βαθμίδας δεν αποτελεί απλή διαδικασία, καθώς αξιολογείται μια ευρύτατη σειρά στοιχείων όπως η πορεία του ΑΕΠ, οι προοπτικές του χρέους, η υγεία του τραπεζικού συστήματος, ο δείκτης αβεβαιότητας της χώρας, κ.λπ.
Οι αισιόδοξοι πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να πετύχει το συγκεκριμένο στόχο μέσα στο 2023, ωστόσο υπάρχουν και άλλοι που θεωρούν πως πολύ δύσκολα οι Οίκοι θα προχωρήσουν σε αναβαθμίσεις μέσα σε ένα κλίμα διεθνούς αβεβαιότητας και πως αν το πράξουν, μάλλον θα το κάνουν μετά τις επικείμενες εκλογές υπό την προϋπόθεση ότι θα προκύψει σταθερό και φιλοεπιχειρηματικό κυβερνητικό σχήμα. Από τους τρεις γνωστότερους Οίκους αξιολόγησης, η Standard&Poor’s έχει κατατάξει την Ελλάδα ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, με τις αξιολογήσεις των Fitch και Moody’s να είναι δυσμενέστερες.
Άμεσα και έμμεσα οφέλη
Η ουσία είναι ότι τυχόν λήψη της επενδυτικής βαθμίδας θα βοηθήσει σημαντικά και τις εγχώριες ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις εξελίξεις.
Πρώτα απ’ όλα, η λήψη επενδυτικής βαθμίδας από τους διεθνείς Οίκους αξιολόγησης σημαίνει ότι η Ελλάδα εντάσσεται στις χώρες χαμηλού ρίσκου και αυτό με τη σειρά του αποκλιμακώνει τα επιτόκια δανεισμού τόσο για το δημόσιο, όσο και για τις εγχώριες επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, η Ελλάδα δανείζεται σήμερα (9/12/22) για δέκα χρόνια με επιτόκιο 4%, ενώ η Ισπανία με 2,93% και η Γερμανία με 1,91%.
Αποκλιμάκωση όμως των επιτοκίων σημαίνει και άνοδο στις τιμές των ελληνικών ομολόγων (κρατικών και εταιρικών) με τις ασφαλιστικές εταιρείες να έχουν τοποθετημένο πολύ σημαντικό τμήμα του επενδυτικού τους χαρτοφυλακίου σε τίτλους αυτής της κατηγορίας. Είναι προφανές ότι θα προκύψει σημαντικό κεφαλαιακό όφελος για τον ασφαλιστικό κλάδο, το οποίο θα λειτουργήσει θετικά στο ύψος των ιδίων κεφαλαίων, αλλά και στους εποπτικούς δείκτες κατά Solvency II.
Πέρα όμως από τα άμεσα, υπάρχουν και τα έμμεσα οφέλη, που είναι η μεγαλύτερη δυνατότητα προσέλκυσης επενδύσεων στη χώρα, πράγμα που σημαίνει αύξηση του ΑΕΠ, με όποια θετική επίδραση έχει αυτό και στην πορεία της ασφαλιστικής παραγωγής.
Επιπλέον, τυχόν λήψη της επενδυτικής βαθμίδας θα επιδράσει θετικά και στις αποτιμήσεις των εγχώριων ασφαλιστικών εταιρειών, άρα και στα ποσά που θα κληθεί να καταβάλλει κάποιος επενδυτής στο πλαίσιο ενός ενδεχόμενου νέου γύρου εξαγορών και συγχωνεύσεων στην ασφαλιστική βιομηχανία.
Τέλος, η λήψη επενδυτικής βαθμίδας θα ενισχύσει και τις δυνατότητες συνεργασίας της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς με το εξωτερικό. Ήδη μέσα στο Δεκέμβριο ανώτατο κλιμάκιο της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος προχώρησε σε μια στοχευμένη παρουσίαση της δικής μας αγοράς στο ασφαλιστικό και αντασφαλιστικό κοινό του Λονδίνου.
«Στόχος ήταν να παρουσιαστούν οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς στην κορυφαία εξειδικευμένη ασφαλιστική αγορά του Λονδίνου» αναφέρθηκε χαρακτηριστικά, με τον πρόεδρο της ΕΑΕΕ, Αλέξανδρο Σαρρηγεωργίου, να προσθέτει ότι «η σημερινή παρουσίαση πιστεύουμε ότι θα αποτελέσει έναυσμα για τη σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς και της ασφαλιστικής αγοράς του Λονδίνου, ανοίγοντας νέες ευκαιρίες συνεργασίας και εμβάθυνσης των επιχειρηματικών σχέσεων μεταξύ των ασφαλιστικών αγορών των δύο χωρών. Η ελληνική ασφαλιστική αγορά διαθέτει αξιοπιστία, φερεγγυότητα και μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης. Παράλληλα η οικονομία της χώρας αναπτύσσεται παρά το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον. Ο συνδυασμός αυτός ενισχύει τις επιχειρηματικές και επενδυτικές ευκαιρίες που προσφέρει ο ασφαλιστικός κλάδος στην Ελλάδα».
Από την έντυπη έκδοση της ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ